- ευφωνικός
- η , ό[ν] благозвучный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευφωνικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευφωνία, που συμβάλλει, που συντελεί ώστε να δημιουργηθεί ευφωνία («το ευφωνικόν»). επίρρ... ευφωνικώς και ά με ευφωνία, χάριν ευφωνίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύφωνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Χ.… … Dictionary of Greek
ευφωνικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή συντελεί στην ευφωνία: Ευφωνική διάρθρωση φθόγγων. 2. «ευφωνικά σύμφωνα», τα σύμφωνα που τοποθετούνται σε ορισμένες θέσεις, ώστε να κάνουν τη λέξη όμορφη ακουστικά: Ευφωνικό ν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εύφωνος — η, ο (Α εὔφωνος, ον και εὐφωνής, ές) 1. αυτός που έχει γλυκιά, αρμονική φωνή, ο καλλίφωνος, ο εύηχος 2. (για κήρυκα ή ρήτορα) αυτός που έχει δυνατή φωνή, ο βροντόφωνος («λαβοῡσα κηρύκαιναν εὔφωνόν τινα», Αριστοφ.) αρχ. 1. (για λύρα) αυτός που… … Dictionary of Greek